- πυράκανθα
- πυράκανθα, η και πυράκανθος, ογένος φυτών της οικογένειας Pοδίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυράκανθα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυράκανθα — η, ΝΜΑ Ο πυράκανθος αρχ. 1. το φυτό οξυάκανθα 2. το φυτό σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyracantha] … Dictionary of Greek
πυρακάνθας — πυρακάνθᾱς , πυράκανθα fem acc pl πυρακάνθᾱς , πυράκανθα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρακάνθης — πυράκανθα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρακάνθῃ — πυράκανθα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυράκανθαν — πυράκανθα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυράκανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 7 περίπου είδη ανθεκτικών αγκαθωτών αειθαλών θάμνων κυρίως τής Ευρώπης και τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πυράκανθα κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek